- κληροδοσιῶν
- κληροδοσίαdistribution of landfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φαλκίδιος — ο / φαλκίδιον, τὸ, ΝΑ νεοελλ. φρ. α) «φαλκίδιος νόμος» (νομ.) νόμος τού βυζαντινορρωμαϊκού δικαίου, κατά τον οποίο ο κληρονόμος είχε το δικαίωμα να παρακρατήσει το ένα τέταρτο τής κληρονομίας και μετά να προβεί σε εκπλήρωση τών κληροδοσιών β)… … Dictionary of Greek